- Σκύλακα
- Σκύλαξyoung dogmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκύλακα — σκύλαξ young dog masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύλακ' — Σκύλακα , Σκύλαξ young dog masc acc sg Σκύλακι , Σκύλαξ young dog masc dat sg Σκύλακε , Σκύλαξ young dog masc nom/voc/acc dual Σκύλακαι , Σκυλάκη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλακ' — σκύλακα , σκύλαξ young dog masc/fem acc sg σκύλακι , σκύλαξ young dog masc/fem dat sg σκύλακε , σκύλαξ young dog masc/fem nom/voc/acc dual σκύλακαι , σκυλάκη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANSER — I. ANSER Poeta Romanus, quem Ovid. procacem vocat, l. 2. Trist. v. 435. Cinna quoque huic comes est, Ciunâque procacior Anser. Propert. l. 2. Eleg. nit. v. 90. ubi de Virgilio: Nec minor his animis, aut si minor, ore canorus Anseris indoctô… … Hofmann J. Lexicon universale
ARCUS — I. ARCUS Urbs Baeticae Hispaniae, vide Arcensium colonia. II. ARCUS apud Corippum de Consulatu Iustini Iun. initiô l. 4. Iam vicina dies spectandi Consulis omnes Urgebat turmas arcus statione replere, Et loca, quae populis Praesectus deputat… … Hofmann J. Lexicon universale
σκυλάκινος — ον, Α αυτός που ανήκει σε σκύλακα, σε μικρό σκυλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, ακος «μικρός σκύλος» + κατάλ. ινος (πρβλ. ἐλεφάντ ινος)] … Dictionary of Greek
σκυλακευτικός — ή, όν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκύλακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, ακος «μικρός σκύλος» + κατάλ. ευτικός, πιθ. κατ επίδραση τού ρ. σκυλακεύω] … Dictionary of Greek
σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… … Dictionary of Greek
Μεθώνη — I Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.169 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι χτισμένη στη θέση της ομώνυμης αρχαίας πόλης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ιστορία. Το όνομα Μ. ή Μοθώνη παρουσιάζεται πρώτη φορά κατά… … Dictionary of Greek
Μολύκρεια — Αρχαία πόλη των Οζολών Λοκρών, που βρισκόταν στο ακρωτήριο Αντίριο. Λεγόταν και Μολύκραον. Ιδρύθηκε από τους Δωριείς, κατά την κάθοδό τους στην Πελοπόννησο, και εξαιτίας της θέσης της στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου, είχε μεγάλη στρατηγική… … Dictionary of Greek